Το καλλιεργούμενο είδος καρυδιάς είναι η βασιλική ή κοινή Καρυδιά, είναι δένδρο φυλλοβόλο, μεγάλου σχετικά μεγέθους, αγγειόσπερμο, δικοτυλήδονο, που ταξινομείταιβοτανικά στην οικογένεια Juglandaceae, γένος JuglansL., υπογένος Dioscaryon, είδος Juglans regia L. Ο καρπός είναι δρύπη με εδώδιμο μέρος το σπέρμα (ψίχα).
Βιολογία του φυτού
Τη χειμερινή περίοδο το υπέργειο μέρος του δένδρου (οφθαλμοί, βλαστοί, κλάδοι, κορμός) διακόπτει όλες τις αυξητικές διεργασίες και ληθαργεί μέχρι που οι εαρινές θερμοκρασίες αποβούν πάλι ευνοϊκές. Για τη διακοπή του λήθαργου είναι απαραίτητες οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, οι οποίες απενεργοποιούν σταδιακά το αμπσισικό οξύ. Η επαρκής ικανοποίηση των αναγκών μιας ποικιλίας σε χαμηλές χειμερινές θερμοκρασίες είναι απαραίτητη για την καλή παραγωγικότητα της ποικιλίας. Με τα μέχρι σήμερα βιβλιογραφικά δεδομένα οι χειμερινές θερμοκρασίες (σύνολο ωρών) που είναι χαμηλότερες από 7οC θεωρούνται αποτελεσματικές για τη διακοπή του λήθαργου. Από παρατηρήσεις, έχει καταδειχθεί ότι απαιτούνται συνολικά, κατά τη χειμερινή περίοδο, 800-1000 ώρες περίπου κάτω από 7οC, για την ικανοποιητική διακοπή του λήθαργου των ποικιλιών της Καλιφόρνιας, ενώ για τις Γαλλικές ποικιλίες απαιτούνται αντίστοιχα περίπου 1200-1300 ώρες.
Η καρυδιά είναι δένδρο μόνοικο και δίκλινο, δηλαδή στο ίδιο δένδρο υπάρχουν, εντελώς χωριστά, τα θήλεα και τα άρρενα άνθη.
Πολλά άρρενα άνθη περικλείονται σε ένα ανθοφόρο οφθαλμό, που ονομάζεται ίουλος εξ αιτίας του σχήματός του κατά την περίοδο της ανθοφορίας.
Τα θήλεα άνθη φέρονται σε ταξιανθίες ανά 2-4 στις καλλιεργούμενες ποικιλίες ή και περισσότερα σε καρυδιές που ανθοφορούν σε βότρεις. Σε μέσους όρους η διάρκεια ανθοφορίας των θηλέων ανθέων ενός δένδρου μιας ποικιλίας καρυδιάς είναι 10-12 ημέρες και των ιούλων 8-10 ημέρες. Συνήθως στις ποικιλίες καρυδιάς παρατηρείται το φαινόμενο της διχογαμίας, δηλαδή της ετεροχρονισμένης ανθοφορίας των αρρένων από την ανθοφορία των θηλέων ανθέων. Εάν προηγείται η ανθοφορία των αρρένων ανθέων η ποικιλία χαρακτηρίζεται σαν ≪πρώτανδρη≫. Όταν προηγείται η ανθοφορία των θηλέων, η ποικιλία χαρακτηρίζεται σαν ≪πρωτόγυνη≫. Εάν οι ανθοφορίες αρρένων και θηλέων σε μια ποικιλία συμπίπτουν τότε αυτή χαρακτηρίζεται σαν ≪ομόγαμη≫.
Από τη στιγμή που η γύρη απελευθερώνεται, από τους ανθήρες στον αέρα, έχει ζωή 2-4 ημερών, ανάλογα με την υγρασία του αέρα, γιατί η περιεκτικότητά της σε νερό είναι πολύ μικρή και ξηραίνεται εύκολα.
Πενήντα ημέρες μετά τη γονιμοποίηση το έμβρυο έχει διάμετρο μόλις 4-6 mm.
Αντίθετα με την αργή εξέλιξη του εμβρύου, ο νεαρός καρπός, αυξάνεται πολύ γρήγορα σε μέγεθος από την 11η έως την 30η ημέρα. Δέκα εβδομάδες μετά το τέλος της ανθοφορίας εξωτερικά ο καρπός παίρνει το τελικό του μέγεθος.
Εννέα εβδομάδες μετά το τέλος της ανθοφορίας αρχίζει γρήγορη ανάπτυξη του εμβρύου και επιταχύνεται από την 15η εβδομάδα. Την 18η εβδομάδα από τη γονιμοποίηση ο καρπός φθάνει στο μεγαλύτερο βάρος του, ενώ από την 19η έως την 22η εβδομάδα είναι έτοιμος για συγκομιδή (σχίσιμο περικαρπίου).
Οι ποικιλίες καρυδιάς διακρίνονται βασικά ανάλογα με τον τρόπο καρποφορίας τους σε δύο κατηγορίες, στις ακρόκαρπες και στις πλαγιόκαρπες. Οι ακρόκαρπες ποικιλίες καρποφορούν στους ετήσιους βλαστούς μόνο στον ακραίο οφθαλμό ή και στον πλησιέστερο κατώτερο του ακραίου οφθαλμό. Οι πλαγιόκαρπες ποικιλίες ανθοφορούν και καρποφορούν στους ετήσιους βλαστούς όχι μόνο στον ακραίο οφθαλμό αλλά και σε πολλούς πλευρικούς οφθαλμούς (βασιτονία).
Πλαγιόκαρπες ποικιλίες μεγάλου ενδιαφέροντος
CHANDLER:
Καταγωγή Καλιφόρνια, Πανεπιστήμιο Davis.Έναρξη βλάστησης 16 ημέρες μετά την υπερπρώιμη Payne.
Χαρακτηριστικά δένδρου: Ποικιλία μεσοόψιμη, πλαγιόκαρπη με βαθμό πλαγιοκαρπίας 90%, ημιπλαγιόκλαδη, αδύνατης έως μέτριας δύναμης βλάστησης, με ανθοφορία πρώτανδρη. H ταχύτητα εισόδου στην καρποφορία είναι πολύ γρήγορη. Πρώτα εμφανίζονται τα θηλυκά άνθη τον πρώτο χρόνο φύτευσης, ενώ οι ίουλοι εμφανίζονται από τον 4ο χρόνο. Η είσοδος στην πλήρη καρποφορία γίνεται από το 9ο ή 10ο έτος. Έχει πολύ καλή παραγωγικότητα. Έχει μικρή ευαισθησία στη βακτηρίωση (λόγω όψιμης ανθοφορίας) και ελάχιστη στην ανθράκωση. Κύριες Επικονιάστριες (4%) ποικιλίες οι Franquette ή Fernor και συμπληρωματικές (1%) οι Ronde deMontignac ή Meylannaise.
Χαρακτηριστικά καρπού: Σχήμα καρυδιού ωοειδές έως επίμηκες κοντό (Εικόνα 3). Εμφάνιση καρυδιού πολύ καλή, πολύ ελκυστική, με μέσο βάρος καρυδιού 11,5-13g. Ποσοστό ψίχας 48-52%. Χρωματισμός ψίχας ανοιχτόχρωμος, κατηγορίας Extra. Ποιότητα ψίχας καλή, εξαγωγή ψίχας από το κέλυφος εύκολη.
Αγρονομική αξία: Ποικιλία μεγάλης αξίας, παραγωγική,πλαγιόκαρπη, ημιόψιμη, κατάλληλη για ημιορεινές και πολλές ορεινές περιοχές όπου ο τελευταίος εαρινός παγετός σημειώνεται έως τις 12 Απριλίου.
LARA®:
Δημιουργοί οι Pepinieres de Lalanne (Gironde, Γαλλία). Η έναρξη της βλάστησης γίνεται 18 ημέρες μετά την Payne.
Χαρακτηριστικά δένδρου: Ποικιλία μεσοόψιμη, πλαγιόκαρπη, ημιπλαγιόκλαδη, μέσης δύναμης βλάστησης, με ανθοφορία πρώτανδρη. Παραγωγικότητα καλή έως πολύ καλή. Έχει μικρή ευαισθησία στη βακτηρίωση και στην ανθράκωση πολύ μικρή. Καλύτερες επικονιάστριες (4%) ποικιλίες είναι οι Franquette ή Fernor και συμπληρωματικές (1%) οι Ronde de Montignac ή Meylannaise.
Χαρακτηριστικά καρπού: Το σχήμα του καρυδιού είναι σφαιροειδές, με μέσο βάρος 12-14 g και με ποσοστό ψίχας 47-50%. Ο χρωματισμός της ψίχας είναι ανοιχτόχρωμος, κατηγορίας Ι. Η ποιότητα της ψίχας είναι καλή και η εξαγωγή της από το κέλυφος είναι εύκολη.
Αγρονομική αξία: Πολύ αξιόλογη παραγωγική, πλαγιόκαρπη, ημιόψιμη και μεγαλόκαρπη ποικιλία, κατάλληλη για ημιορεινές και πολλές ορεινές περιοχές όπου ο τελευταίος εαρινός παγετός σημειώνεται έως τις 15 Απριλίου.
FERNOR®:
Δημιουργός είναι ο INRA (Μπορντό Γαλλίας). Έναρξη βλάστησης 30 ημέρες μετά την Payne.
Χαρακτηριστικά δένδρου: Ποικιλία όψιμη, πλαγιόκαρπη, ημιπλαγιόκλαδη, μέσης δύναμης βλάστησης, με ανθοφορία πρώτανδρη, παραγωγικότητα καλή έως πολύ καλή. Εμφανίζει μικρή ευαισθησία στη βακτηρίωση και πολύ μικρή στην ανθράκωση. Καλύτερος επικονιαστής της είναι η Ronde de Montignac.
Χαρακτηριστικά καρπού: Το σχήμα του καρυδιού είναι επίμηκες, μέσου βάρους 11-13 g, με ποσοστό ψίχας 45-48%. Ο χρωματισμός της ψίχας είναι ανοιχτόχρωμος, κατηγορίας έξτρα και Ι. Η ποιότητα της ψίχας είναι πολύ καλή και ο αποχωρισμός της από το κέλυφος γίνεται εύκολα.
Αγρονομική αξία: Πολύ αξιόλογη παραγωγική, πλαγιόκαρπη και όψιμη ποικιλία, εποχής Franquette, κατάλληλη για ορεινές και πολύ ορεινές περιοχές.
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΔΕΝΔΡΥΛΛΙΑ ΚΑΡΥΔΙΑΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ!
FRANQUETTE
Κατάγεται από την Γαλλία.
Χαρακτηριστικά δέντρου: Είναι ακρόκαρπη ποικιλία που ανθίζει από τις 5 -16 Μαΐου. έχει σαν επικονιάστρια ποικιλία την Meylanaiseκαι την Ronde de Montignac. Είναι μέσης εισόδου σε πλήρη καρποφορία.
Χαρακτηριστικά καρπού: Ο καρπός έχει βάρος 11-12 γραμμάρια, με ποσοστό ψίχας 43-46%.
Αγρονομική αξία: Είναι ποικιλία που χρησιμοποιείται σαν επικονιάστρια της Chandler. Είναι ποικιλία κατάλληλη και για περιοχές με υψόμετρο μεγαλύτερο των 800 μέτρων.
PAYNE:
Κατάγεται από την Καλιφόρνια και προήλθε από επιλογή σποροφύτου το 1898.
Χαρακτηριστικά δένδρου: Είναι υπέρ πρώιμη ποικιλία, πλαγιόκαρπη, με βαθμό πλαγιοκαρπίας 80-90%, πλαγιόκλαδη, σχετικά αδύνατης δύναμης βλάστησης και δένδρο μικρού σχετικά μεγέθους. Στην πεδινή Φθιώτιδα, έχει έναρξη βλάστησης στις 20/3 και ανθοφορία πρώτανδρη.
Χαρακτηριστικά καρπού: Το σχήμα του καρυδιού είναι ωοειδές, με μέσο βάρος 11-12 g και ποσοστό ψίχας 50-53%. Ο χρωματισμός της ψίχας είναι λευκοκίτρινος, κατηγορίας I και Extra και η ποιότητα της είναι καλή έως πολύ
καλή.
Χαρακτηριστικά καρπού: Σχήμα καρυδιού ωοειδές ή επίμηκες κοντό με αρκετά ισχυρή αιχμή. Μέσο βάρος καρυδιού 11–12 g και ποσοστό ψίχας 52–57%. Ο χρωματισμός της ψίχας είναι λευκοκίτρινος, στα πεδινά κατηγορίας I και στα ημιορεινά κατηγορίας Extra και I. Η ποιότητα της ψίχας είναι καλή έως πολύ καλή.
Επικονιάστριες ποικιλίες
RONDE DE MONTIGNAC:
Κατάγεται από τη Γαλλία (περιοχή Dordogne).
Χαρακτηριστικά δένδρου: Aκρόκαρπη, ημιορθόκλαδη, με αρκετά ζωηρή βλάστηση, όψιμη ποικιλία. Ανθοφορία ομόγαμη. Εμφανίζει μικρή ευαισθησία στη βακτηρίωση και πολύ μικρή στην ανθράκωση. Η αντοχή του καρπού στο ηλιόκαυμα είναι πολύ καλή. Επικονιαστές δεν απαιτούνται.
Χαρακτηριστικά καρπού: Το σχήμα του καρυδιού είναι σφαιροειδές, με μέσο βάρος με κέλυφος 10-11 g. Χρησιμοποιείται σαν επικονιαστής όψιμων ποικιλιών και είναι πολύ καλός επικονιαστής της Franquette.
MEYLANNAISE:
Κατάγεται από τη Γαλλία (περιοχή Meylan, πλησίον της Grenoble).
Χαρακτηριστικά δένδρου: Aκρόκαρπη, ημιορθόκλαδη, με αρκετά ζωηρή βλάστηση, όψιμη ποικιλία με ομόγαμη έως ελαφρά πρωτόγυνη ανθοφορία.
Χαρακτηριστικά καρπού: Το σχήμα του καρυδιού είναι σφαιροειδές, με μέσο βάρος 10,5-11,5 g. Χρησιμοποιείται σαν επικονιαστής όψιμων ποικιλιών και είναι πολύ καλός επικονιαστής της Franquette.
Υποκείμενα
Εγγενή υποκείμενα της κοινής καρυδιάς
Είναι τα υποκείμενα που προέρχονται από σπόρους της κοινής καρυδιάς και χρησιμοποιούνται περισσότερο σ’ όλες τις χώρες που καλλιεργείται η καρυδιά, λόγω της ανεκτικότητάς της στον ιό Cherry leaf roll. Στην Ελλάδα οι φυτωριούχοι χρησιμοποιούν για υποκείμενα καρύδια από επιλεγμένα δένδρα ζωηρής βλάστησης.
Στο Σταθμό Γεωργικής Έρευνας Βαρδατών (ΣΓΕΒ) διατίθενται στους φυτωριούχους εμβόλια για τη δημιουργία μητρικών δένδρων υποκειμένων της πρώιμης Ελληνικής επιλογής FM-16 και της όψιμης Γαλλικής ποικιλίας Lozeronne.
Αγενή υποκείμενα της κοινής καρυδιάς
Παλαιότερα τα αγενή υποκείμενα πολλαπλασιαζόταν με έριζες παραφυάδες, ενώ σήμερα έχει επικρατήσει ο μικροπολλαπλασιασμός και σαν υλικό χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά επιλογές με πολύ καλή έως πολύ ζωηρή βλάστηση της κοινής καρυδιάς, λόγω της ανεκτικότητάς της στον ιό Cherry leaf roll. Οι Γάλλοι αξιολόγησαν ζωηρής και πολύ ζωηρής βλάστησης επιλογές καρυδιάς (Juglans regia L.), για υποκείμενα πλαγιοκάρπων ποικιλιών. Από τις αξιολογηθείσες ζωηρές επιλογές παράγουν με μικροπολλαπλασιασμό και διαθέτουν τα υποκείμενα Liba (RG2),Noba (RG12) και Chereva (RG15).
Εμβολιασμοί
Η φιλοσοφία του εμβολιασμού είναι να διαλέξουμε το κατάλληλο υποκείμενο πάνω στο οποίο θα εμβολιασθεί η επιθυμητή ποικιλία. Οι εμβολιασμοί διακρίνονται στους ενοφθαλμισμούς και στους εγκεντρισμούς. Οι εμβολιασμοί που επεκράτησαν στην καρυδιά είναι ο ενοφθαλμισμός με πλακίτη (ιδιαίτερα ο εαρινός με βλαστάνοντα οφθαλμό) στο φυτώριο και ο εαρινός Αγγλικός επιτόπιος εγκεντρισμός στο φυτώριο. Ο εμβολιασμός της καρυδιάς είναι πολύ πιο δύσκολος από άλλα καρποφόρα δένδρα και απαιτεί σχολαστική τήρηση ενός πρωτοκόλλου εργασιών για την προετοιμασία του φυτωρίου, των υποκειμένων, των μητρικών δένδρων εμβολιοληψίας και των εμβολιοβλαστών ή των εμβολιοοφθαλμών.
ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ (ΚΛΙΜΑ, ΕΔΑΦΟΣ, ΝΕΡΟ)
Κλίμα
Η σημαντική γενετική παραλλακτικότητα μεταξύ των υπαρχουσών ποικιλιών καρυδιάς επιτρέπει την ευδοκίμηση της καλλιέργειάς της σε εύκρατα, σε μεσογειακά και σε υποτροπικά κλίματα.
Θερμοκρασία: Θερμοκρασίες από 23οC έως 32οC, κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου είναι οι πλέον ευνοϊκές για την ανάπτυξη της καρυδιάς.
Οι υψηλές θερινές θερμοκρασίες άνω των 42οC σε συνδυασμό με την ηλιακή ακτινοβολία, προκαλούν εγκαύματα στο περικάρπιο των καρπών και συρρίκνωση έως καταστροφή της ψίχας. Όσον αφορά το ανοικτό χρώμα της
ψίχας, οι θερινές θερμοκρασίες μέχρι 38οC είναι ανεκτές από όλες τις γνωστές ποικιλίες, ενώ σε 40-42οC αρχίζουν προβλήματα με παραγωγή ενός σημαντικού ποσοστού σκουρόχρωμης ψίχας σε αρκετές ποικιλίες, όπως η Vina και η Pedro.
Αν οι θερινές θερμοκρασίες ξεπερνούν αρκετές φορές και για πολλές ημέρες τους 43οC καλύτερα να μην καλλιεργηθεί καρυδιά γιατί θα υπάρχουν μεγάλα ποσοστά σκουρόχρωμης ψίχας και ηλιοκαύματα καρπών.
Σύμφωνα με παρατηρήσεις μας από τις καλλιεργούμενες πλαγιόκαρπες ποικιλίες πιο ανθεκτικές στην επίδραση των υψηλών θερινών θερμοκρασιών, όσον αφορά στο ανοικτό χρώμα της ψίχας, είναι η Chandler, η Ιόλη, η Serr και η Fernor.
Ατμοσφαιρική Υγρασία: Η αυξημένη ατμοσφαιρική υγρασία (μεγαλύτερη του 80%), κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου, ευνοεί την ανάπτυξη μυκητολογικών ασθενειών, ενώ ο συνδυασμός υψηλής ατμοσφαιρικής υγρασίας και υψηλής θερμοκρασίας ευνοεί προσβολές από βακτήρια. Ιδιαίτερα επιζήμια μπορεί να αποβεί η υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας γιατί ευνοεί τις προσβολές των ανθέων από το βακτήριο Xantomonas juglandis.
Άνεμοι: Οι ισχυροί άνεμοι μπορεί να προκαλέσουν τη θραύση βλαστών και κλάδων και μπορεί να είναι καταστροφικοί σε νεαρά δένδρα.
Βροχοπτώσεις: Οι επαρκείς βροχοπτώσεις είναι πολύ σημαντικές γιατί η καρυδιά έχει αυξημένες απαιτήσεις σε εδαφική υγρασία κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου. Οι παρατεταμένες εαρινές βροχοπτώσεις μετά τη βλάστηση είναι επιζήμιες γιατί ευνοούν τη μεταφορά του βακτηρίου Xantomonas juglandis στο φύλλωμα, στα άνθη και στους νεαρούς καρπούς.
Ηλιοφάνεια: Η καρυδιά είναι δένδρο ιδιαίτερα απαιτητικό σε ηλιοφάνεια. Εσωτερικοί κλάδοι που δεν φωτίζονται επαρκώς ατροφούν και ξηραίνονται.
Έδαφος
Η καρυδιά αναπτύσσεται σε μεγάλη ποικιλία εδαφώναπό τα αμμοπηλώδη έως τα αργιλώδη και σε οξύτητα (pΗ) από 5,0 έως 8,2. Προτιμά πάντως ασβεστολιθικά εδάφη με pΗ από 7,2 έως 7,6.
Αποκτά βαθύ και πλούσιο ριζικό σύστημα, γι’ αυτό προτιμά έδαφος βαθύ, καλά αποστραγγιζόμενο, κατά προτίμηση πηλοαργιλώδες, ασβεστούχο και ελαφρώς αλκαλικό. Είναι ευαίσθητη σε υψηλές συγκεντρώσεις Νατρίου (Na), Χλωρίου (Cl), και Βορίου (B).
Καταλληλότερες περιοχές κρίνονται οι δροσερές παραποτάμιες, οι πρόποδες λόφων και οροπέδια, πάντα με την προϋπόθεση ότι οι περιοχές δεν είναι θύλακες υγρασίας.
Νερό
Η καρυδιά είναι απαιτητική σε εδαφική υγρασία και στις κλιματικές συνθήκες της χώρας μας, για να είναι αποδοτική η καλλιέργειά της, τους θερινούς μήνες είναι απαραίτητη η άρδευση και μάλιστα με νερό καλής ποιότητας.
Η έλλειψη νερού μειώνει την παραγωγή και την ποιότητα των καρπών, γιατί επιδρά άμεσα στο μέγεθος καρπού, στο βάρος καρπού, στο ποσοστό και στο χρώμα της ψίχας.
Λίπανση
Η καρυδιά είναι δένδρο απαιτητικό σε άζωτο. Η έλλειψη αζώτου στην καρυδιά έχει επίδραση στην ποσότητα της παραγωγής, στην ποιότητα των καρπών και στη βλάστηση του δένδρου. Όταν είναι έντονη εκδηλώνεται με κιτρίνισμα των φύλλων, έλλειψη ευρωστίας, μικρό μέγεθος φύλλων, περιορισμένη ετήσια βλάστηση, αποξήρανση κλαδίσκων, μειωμένη καρπόδεση και παραγωγή και με μικρότερα και όχι καλά γεμισμένα καρύδια. Από την άλλη πλευρά η κατάχρηση της λίπανσης με άζωτο εκδηλώνεται με υπερβολική ανάπτυξη της βλάστησης.
Σε πλήρη παραγωγή χορηγούνται 14-16 λιπαντικές μονάδες (Ν) στο στρέμμα, κάθε χρόνο, σε τρεις (3) δόσεις.
1η δόση: τα 3/5 της συνολικής ποσότητας, αρχές Μαρτίου.
2η δόση: το 1/5 της συνολικής ποσότητας, μετά την καρπόδεση, κατά το πρώτο 15ήμερο του Μαΐου, για να ευνοηθεί η αύξηση του καρπού.
3η δόση: το 1/5 της συνολικής ποσότητας από 15 Ιουλίου, για να ευνοηθεί το γέμισμα της ψίχας.
Συνιστάται η εφάπαξ προσθήκη φωσφόρου στην περίπτωση ανεπαρκούς εφοδιασμού του εδάφους πριν την εγκατάσταση της φυτείας, με ενσωμάτωση σε όλο τον οπωρώνα, με συνήθη δόση: 20 λιπαντικές μονάδες (P2O5)/στρέμμα. Σε πλήρη παραγωγή συνιστάται, σαν μέση λίπανση, ποσότητα 4-6 λιπαντικές μονάδες φωσφόρου (P2O5) στο στρέμμα, κάθε χρόνο από φθινόπωρο μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, με προτιμότερο χρόνο εφαρμογής το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου.
Συνιστάται η εφάπαξ προσθήκη καλίου στην περίπτωση ανεπαρκούς εφοδιασμού του εδάφους πριν την εγκατάσταση της φυτείας, με ενσωμάτωση σε όλο τον οπωρώνα με συνήθη δόση 40 λιπαντικές μονάδες (Κ2Ο)/στρέμμα.
Σε πλήρη παραγωγή συνιστάται, σα μέση λίπανση, ποσότητα 10-16 λιπαντικές μονάδες καλίου (Κ2O) στο στρέμμα, κάθε χρόνο από φθινόπωρο μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, με προτιμότερο χρόνο εφαρμογής το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου.
Από τις τροφοπενίες που παρατηρούνται συγκριτικά πιο συχνά στην Ελλάδα είναι του βορίου, ψευδαργύρου,
Η αντιμετώπιση της έλλειψης βορίου γίνεται με την προσθήκη, κατά τα τέλη του χειμώνα, 150 g βόρακα ανά δένδρο κάθε δύο χρόνια, ενώ του ψευδαργύρου με θειικό ψευδάργυρο.
Το κλάδεμα
Κλάδεμα διαμόρφωσης
Στην ώριμη ηλικία, ένα δένδρο καρυδιάς διαμορφωμένο σε κλασσικό κύπελλο, αποτελείται:
- Από τον κορμό, ύψους συνήθως 1,5 m.
- Από τρεις βραχίονες, που απέχουν μεταξύ τους διαδοχικά 30-50 cm περίπου, σχηματίζουν με την κατακόρυφο γωνία 60ο και σε οριζόντια κάτοψη σχηματίζουν μεταξύ τους διαδοχικά γωνίες περίπου 120ο.
- Από 4-5 υποβραχίονες για κάθε βραχίονα (συνολικά από 12-15 υποβραχίονες), που έχουν σχηματισθεί διαδοχικά εναλλάξ πάνω στο βραχίονα.
Ακρόκαρπες ποικιλίες
Στις ακρόκαρπες ποικιλίες, όταν τελειώσει το κλάδευμα διαμόρφωσης, δεν βραχύνονται ποτέ οι ετήσιοι κλάδοι, γιατί καρποφορούν μόνο οι ακραίοι οφθαλμοί τους και αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια της παραγωγής τους.
Οι ακρόκαρπες ποικιλίες διαμορφώνονται κατά κανόνα σε κυπελλοειδή σχήματα (χωρίς άξονα ή με άξονα), στα οποία γίνονται οι εξής επεμβάσεις:
- Αραίωμα των πυκνών πολυετών κλάδων, ώστε να εισέρχεται το ηλιακό φως στο εσωτερικό της κόμης των δένδρων.
- Βράχυνση των πολυετών κλάδων, όπου απαιτείται, σε πλάγιο κλάδο, ώστε να παράγουν μεγαλύτερους και καλύτερης ποιότητας καρπούς και παράλληλα να επιτυγχάνεται σχετικά αρμονική διάταξη στο χώρο της κόμης του δένδρου.
- Αραίωμα των πυκνών ετησίων βλαστών.
- Αφαίρεση ξερών, γερασμένων και σκιασμένων κλάδων.
- Αφαίρεση λαίμαργων, ιδίως αν βρίσκονται σε ακατάλ-
ληλη θέση.
- Αφαίρεση βλαστών που κατευθύνονται προς το έδαφος.
Πλαγιόκαρπες ποικιλίες
Οι πλαγιόκαρπες ποικιλίες μπορεί να διαμορφωθούν σε κυπελλοειδή σχήματα, αλλά προτιμότερο είναι να διαμορφώνονται σε σχήματα με άξονα.
Οι πλαγιόκαρπες ποικιλίες έχουν την τάση να παράγουν άφθονα και γι’ αυτό γρήγορα, αν δεν κλαδευτούν, μετά τις 2-3 πρώτες καρποφορίες, παρουσιάζουν μπλοκάρισμα της βλάστησής τους, με αποτέλεσμα την παραγωγή καρπών έως πολύ μικρού μεγέθους.
Συμπερασματικά οι πλαγιόκαρπες ποικιλίες απαιτούν συστηματικό κλάδεμα, για να διατηρηθεί η ισορροπία της βλάστησής τους με την καρποφορία τους. Το κλάδεμα αυτό, εκτός του αραιώματος των πυκνών κλάδων, της αφαίρεσης γερασμένων και ξερών κλάδων, καθώς και των βλαστών που είναι λαίμαργοι ή κατευθύνονται προς το έδαφος, συνίσταται κυρίως σε δύο επεμβάσεις:
- Κλάδεμα των βραχιόνων, υποβραχιόνων και λοιπών καρποφόρων κλάδων κατά 20-40%, ανάλογα με το βαθμό εξασθένησης της βλάστησής τους.
- Κλάδεμα των ετησίων βλαστών, ανάλογα με το βαθμό πλαγιοκαρπίας της ποικιλίας και τη δύναμη βλάστησής τους κατά 20-40%.
Ασθένειες της καρυδιάς
Βακτηριώσεις
Βακτηρίωση των καρπών και φύλλων
(Xanthomonas arboricola pv. juglandis)
Η ανωτέρω ασθένεια είναι πολύ σοβαρή, γιατί σε ευνοϊκές συνθήκες, οι απώλειες καρυδιών από αυτή μπορεί να υπερβούν ακόμη και το 80% της παραγωγής.
Προσβολή σε άρρενα άνθη (ιούλους):
Μπορεί να παρατηρηθεί μαύρισμα σε ένα τμήμα του ιούλου, ενώ το υπόλοιπο είναι πράσινο και υγιές.
Προσβολή στο θηλυκό άνθος:
Είναι το πιο ευαίσθητο όργανο της καρυδιάς στη βακτηρίωση. Το βακτήριο εισχωρεί στο άνθος μόνο από το στίγμα του και κυρίως όταν αυτό είναι δεκτικό στη γύρη, δηλαδή σε ανθοφορία.
Προσβολή στο νεαρό καρπό:
Περισσότερο από το 90% των προσβολών γίνεται από την περιοχή του αποξηραμένου στίγματος (Εικόνα 6). Η μεταφορά του βακτηρίου από εστίες μόλυνσης στο νεαρό καρπό γίνεται με τη βροχή ή σε συνθήκες αυξημένης ατμοσφαιρικής υγρασίας με τη βοήθεια ελαφρού ανέμου. Η πτώση αρχίζει σε νεαρούς καρπούς διαμέτρου 10-12 mm.
Η καταπολέμηση που γίνεται για την βακτηρίωση της καρυδιάς, είναι η προληπτική εφαρμογή χαλκούχων σκευασμάτων στα ευαίσθητα βλαστικά στάδια.
Βαθύ σχίσιμο του φλοιού
(Erwinia rubrifaciens – Deep Bark Canker)
Το βακτήριο αυτό προκαλεί βαθύ επίμηκες σχίσιμο του κορμού και των κλάδων της καρυδιάς. Ο χρωματισμός των πληγών είναι σκούρος, από καφέ έως μαύρος, ενώ στην επιφάνεια του απογυμνωμένου λευκού ξύλου του κορμού φαίνονται σκούρα στίγματα. Το βακτήριο είναι δραστήριο από την άνοιξη έως το φθινόπωρο και μπορεί στο διάστημα αυτό να προκαλέσει σχισμές στον κορμό ή στους βραχίονες μήκους από 20 έως 100 εκατοστά. Αποτέλεσμα μιας ισχυρής προσβολής είναι η εξασθένηση του δένδρου που εκφράζεται με μείωση βλάστησης και παραγωγής καθώς και μικρότερη αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες και την ξηρασία. Η καταπολέμηση γίνεται με χαλκούχα σκευάσματα.
Κυριότεροι μύκητες
Ανθράκωση
(Gnomonia leptostyla – Marssonina juglandis)
Υπεύθυνο παράσιτο είναι ο μύκητας Gnomonia leptostyla της οικογένειας Gnomoniaceae, του οποίου η ατελής μορφή είναι γνωστή ως Marssonina juglandis. Προκαλεί σημαντικές ζημιές στο φύλλωμα των δένδρων. Συνέπεια έντονης προσβολής της ανθράκωσης είναι η πρώιμη φυλλόπτωση (Αύγουστος) των δένδρων.
Συγγραφική Επιμέλεια : Κάσσανδρος Γάτσιος
Πηγή : www.symagro.com